- ριζώνω
- [-ώ (ο)] 1. μετ. укоренять;
2. αμετ. тж. ριζώνομαι [-ούμαι (ο )] прям. , перен. — пускать корни, укореняться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
2. αμετ. тж. ριζώνομαι [-ούμαι (ο )] прям. , перен. — пускать корни, укореняться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριζώνω — ριζώνω, ρίζωσα, ριζωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για … Dictionary of Greek
ριζώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ως αμτβ., βγάζω ρίζες, πιάνω: Ρίζωσε για καλά η συκιά πάνω στο βράχο. 2. σπν. ως μτβ., κάνω κάτι να ριζώσει, θεμελιώνω στερεά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρριζώ — ἀναρριζῶ ( όω) (AM) ριζώνω, φυτρώνω … Dictionary of Greek
εμφυσιώ — ἐμφυσιῶ ( όω) (Α) 1. εμφυσώ, δίνω πνοή 3. (για ανάγνωση ή απαγγελία) απαγγέλλω με στόμφο 3. εμπνέω αυτοπεποίθηση 4. εμφυτεύω, εμπνέω, μεταδίδω 5. μέσ. ἐμφυσιοῡμαι εμφυτεύομαι, ριζώνω … Dictionary of Greek
επιρριζώ — ἐπιρριζῶ, όω (AM) ενριζώ, ριζώνω βαθιά … Dictionary of Greek
εριζικόν — ἐριζικόν, τὸ (Μ) το ριζικό, το μοιραίο, το πεπρωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ριζικό το ε τής λ. πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς σύνθ. τού ερι ή επίδραση τών ηυξημένων τύπων τού ρ. ριζώνω (πρβλ. ερριζωμένος)] … Dictionary of Greek
θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
ξεριζώνω — 1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του 2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω 3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο τής κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι … Dictionary of Greek
προσριζώ — όω, Α 1. (σχετικά με φυτό) φυτεύω βαθιά 2. μτφ. στερεώνω κάτι καλά, ριζώνω («τὰ ἀμείνω τῷ ἡγεμονικῷ προσριζοῡν», Φυλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ῥιζῶ (< ῥίζα)] … Dictionary of Greek